-
1 ἴς
Aἴνεσι Il.23.191
, alsoἰσίν Sor.
(v. infr.), Suid. s.v. ἶνες, cj. Nauck for εἰσίν in A.Fr. 229:— sinew, tendon, sg. once in Hom.,ὡς δ' ὅτ' ἂν.. ἀνὴρ.. ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Il.17.522
: usu. in pl., sinews, , cf. Il.23.191;ἶνες ἄρθρων Ar. Pax86
, cf. Archil.138; ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά, of a person wasted by disease, Ph.2.432; δοράς, σάρκας, ἶνας ib. 527: metaph.,Τρωίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8(7).57
.2 later, the fibrous vessels in the muscles, Pl.Ti. 84a, Arist.HA 515b27, al.; in blood, fibrine, Id.PA 650b14, cf. Pl.Ti. 82c, Meno Iatr.17.34: metaph., of metals, Plu.2.434b.------------------------------------ἴς (B) [ῑ], ἡ, three times in acc. sg. ἶνα (elided ἶν') Il.5.245,7.269, Od.9.538, freq. in instr. ἶφι (q.v.), elsewh. only nom. sg.:—A strength, force, of persons,ἀλλ' ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή Il.12.320
; ;ἤ μοι ἔτ' ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Od.21.283
, cf. 11.393, 18.3: freq. in periphr., ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, 2.409;κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il.23.720
;ἲς Ἡρακλῆος Hes.Th. 951
; and in twofold periphr., ἲς βίης Ἡρακληείης ib. 332; also of things, ἲς ἀνέμου or ἀνέμοιο, Il.15.383, 17.739, Od.9.71;ἲς ποταμοῖο Il.21.356
; κράται' ἴς was read by Ptol.Asc.in Od.11.597; v. κρατύς. ( ϝῑ-, cf. γίς· ἰσχύς, Hsch., pr. n.ϝιφιάδας IG7.3172.70
, Lat. vis, vim; prob. cogn. with ἵεμαι but not with ἴς (A).)
См. также в других словарях:
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek